προηρόσιος

προηρόσιος
προηρόσιος
Grammatical information: adj.
Meaning: N. of a feast before ploughing (Att.).
Other forms: in Προηροσία (sc. ἑορτή, θυσία) f., -ια (ἱερά) n. pl.
Derivatives: προηρόσιοι θεοί, -ία Δημήτηρ (Plu.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Adject. hypostasis from πρὸ ἀρότου with compositional lengthening; cf. Πραράτιος w. lit. --Beside it (with dissim. and crasis, resp. elision) πληροσία f. (Att. inscr.); Schwyzer 258 and 402, Lejeune Traité de phon. 323 n. 2.
Page in Frisk: 2,598

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • προηρόσιος — και πρηρόσιος, ία, ον, ουδ. πληθ. και προηρέσια, Α 1. αυτός που γίνεται πριν από την άροση 2. (το θηλ. και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ προηροσία ή πρηροσία, τὰ προηρόσια ή προηρέσια γιορτή προς τιμή τής Δήμητρος και τής Κόρης την οποία τελούσαν οι… …   Dictionary of Greek

  • προηρόσιον — προηρόσιος before the time of tillage masc acc sg προηρόσιος before the time of tillage neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίους — προηρόσιος before the time of tillage masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσία — προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηρόσιος before the time of tillage fem nom/voc sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc/acc dual προηροσίᾱ , προηροσία fem nom/voc sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίας — προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem acc pl προηροσίᾱς , προηρόσιος before the time of tillage fem gen sg (attic doric aeolic) προηροσίᾱς , προηροσία fem acc pl προηροσίᾱς , προηροσία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προηροσίων — προηρόσια before the time of tillage neut gen pl προηρόσιος before the time of tillage fem gen pl προηρόσιος before the time of tillage masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πραράτιος — και πραράτριος, ὁ, Α ονομασία μήνα στην Επίδαυρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για συνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. «πρὸ ἄρατος», όπου η λ. *ἄρατος αμάρτυρη ισοδυναμεί με τους τ. ἄροτος «καλλιεργημένος αγρός» ή ἄρατρον, κρητ. τ. τού ἄροτρον (< ρ. ἀρόω*… …   Dictionary of Greek

  • πρηροσία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • πρηρόσιος — ία, ον, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρέσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

  • προηρόσια — τὰ, Α βλ. προηρόσιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”